- ἄποτα
- ἄποτοςnot drinkableneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀποτάκοντα — ἀποτά̱κοντα , ἀπό τήκω melt pres part act neut nom/voc/acc pl (doric) ἀποτά̱κοντα , ἀπό τήκω melt pres part act masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄποτ' — ἄποτα , ἄποτος not drinkable neut nom/voc/acc pl ἄποτε , ἄποτος not drinkable masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… … Dictionary of Greek
Ιστ Λόντoν — (αγγλ. East London, αφρ. Oos Londen). Πόλη (463.200 κάτ. το 2003) της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας στην επαρχία του Ανατολικού Ακρωτηρίου (Eastern Cape, 169.580 τ. χλμ., 7.132.141 κάτ. το 2002). Ιδρύθηκε το 1846 με την ονομασία Πορτ Ρεξ στην… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek